Ενδείξεις και Επιστήμη

“Τα Νέα”, 26-03-2022

Άρθρο της Δρ Άννας Κανδαράκη

«Σύγχρονη Μήδεια;» « Έγκλημα ή τραγικό παιχνίδι της μοίρας ;» Παχυλοί τίτλοι σε εφημερίδες και σάιτ.Πιεστικές ερωτήσεις δημοσιογράφων για ερμηνείες, διαγνώσεις και ατελείωτες υποθέσεις: Πως μπορεί μια μάνα που έχει χάσει τρία παιδιά να βγαίνει στις τηλεοράσεις; Να κρατάει τη ψυχραιμία της και να ανεβάζει φωτογραφίες στο διαδίκτυο; Να πίνει καφέ την ώρα που το τρίτο, και τελευταίο της, παιδί μπαίνει στο χώμα.. Εύλογες ερωτήσεις που χτυπάνε στο βαθύ, ίσωςκαι υπερτροφικό, ελληνικό μητρικό ένστικτο.

Το βλέμμα του ειδικού ψυχικής υγείας, κλινικού ψυχολόγου ή ψυχιάτρου , πρέπει και οφείλει να παραμένει ψύχραιμο ίσως κάποιες φορές και ενοχλητικά συγκρατημένο, μέσα στα συγκεκριμένα αλλά ασφαλή όρια της επιστήμης. Ο ιατροδικαστής καλείται να διαβάσει νεκρά σώματα , ο ψυχολόγος πάλι, ζωντανές ψυχές , πονεμένες , τραυματισμένες αλλά ζωντανές. Γι’ αυτό και διάγνωση από το τηλέφωνο , από ιατρικές εξετάσεις , νούμερα και περιγραφές δε γίνεται.

Είναι αυτό το μαγικό και συγχρόνως παράδοξο της ψυχικής νόσου και της ίασης αντίστοιχα. Το αόρατο. Πονάς και δεν το καταλαβαίνει κανείς, υποφέρεις και δεν μπορεί να φανεί ούτε σε μια «τσιμπημένη» χοληστερόληούτε σε μια «ύποπτη σκιά» στην τελευταία ακτινογραφία. Η ψυχική υγεία δε διαβάζεται απο μια εικόνα, μια μεμονωμένη συμπεριφορά ή – φεύ- απο μια τηλεοπτική δήλωση. Πόσο μάλλον απο μια παιδική ζωγραφιά, ή ένα ημερολόγιο, στοιχεία που αποτελούν ιατρικό απόρρητο, και επ ουδενί, δεν θα έπρεπε να διαρρεύσουν στην κοινή θέα. Ένα ψυχοθεραπευτικό και διαγνωστικό εργαλείο, όπως το ιχνογράφημα, μελετάται και χρησιμοποιείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες με την παρουσία του παιδιού και για συγκεκριμένο σκοπό, δεν «διαβάζεται» σαν τον καφέ με απλοϊκές  ψευδοερμηνείες, εξισώνοντας το με ταρό και χειρομαντείες.

Από τις πιο δύσκολες στιγμές ενός κλινικού ψυχολόγου, είναι όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα γονιό που καλείται να θρηνήσει την πρόωρη απώλεια του παιδιού του. Συχνά τα λόγια στερεύουν, μιλούν οι σιωπές και τα βλέμματα. Υπάρχει η σιωπηρή συμφωνία ότι το χειρότερο χτύπησε την πόρτα και το ανθρωπίνως δυνατό είναι πια λίγο και περιορίζεται απλά στο «να αντέξεις», να δουλέψουμε το πένθος και την απώλεια… φορτίο που θα σε συντροφεύει για πάντα. Συχνά αυτός ο άνισος αγώνας καταλήγει σε μια εσωτερική μάχη ότι οφείλω να ζω μόνο για να θυμάμαι και να πονάω , το δικαίωμα της χαράς έχει τελειώσει για μένα και κάθε φορά που τολμώ, να ξεχάσω,αυτή τη μικρή στιγμή, τύψεις και ενοχές έρχονται να με ξαναβουλιάξουν στον πάτο. Ο τρόπος που βιώνει καθένας ένα τέτοιο ανείπωτο πένθος, είναι προσωπικός και το στατιστικά συνηθισμένο και αναμενόμενο δεν συμβαδίζει με το φυσιολογικό. Κάθε μάνα έχει δικαίωμα να θρηνεί και να πενθεί όπως η ίδια αντέχει. Και έναν τέτοιο υπεράνθρωπο πόνο, όταν είσαι απ’ έξω, μόνο με σεβασμό και δέος τολμάς να το αγγίξεις.

Στην πολύκροτη υπόθεση της Πάτρας τα παιδιά που έσβησαν σαν κεριά σε ερημικό ξωκλήσι, ήταν τρία. Τρία. Ατελείωτα ερωτήματα, υπόκωφα πνιγμένα αισθήματα, από μια χώρα ολόκληρη που γίνεται μάρτυρας αυτής της τραγωδίας, που ξαγρυπνά για την αλήθεια. Θυμός, αδικία , πόνος και ανημπόρια.. σαν μικρό παιδί που τρώει χαστούκι χωρίς να φταίει, προσπαθώντας μάταια,  να μην αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Δεν είναι τόσο ο πόνος όσο η αδικία. Αυτό το γιατί. Οι ενδείξεις αρκετές για έναν αμφιλεγόμενο ψυχικά σκελετό της μητέρας, με συγκρούσεις, έντονες εμφανίσεις, απουσία συναισθήματος και αλλόκοτες συμπεριφορές. Μια ιδιόμορφη συντροφική σχέση του ζευγαριού, γεμάτη με εντάσεις, πυκνώματα, αραιώματα, διαξιφισμούς και απειλές, σαν η γονεϊκότητα να ήταν στο περιθώριο και να έπαιρνε πρωταγωνιστικό ρόλο μονάχα μέσα από την ασθένεια και το θάνατο. Στοιχεία που προβληματίζουν, διχάζουν και παγώνουν. Οι ερμηνείες πολλές, ίσως καιεύκολες. Όχι όμως επιστημονικές, καθώς η οποιαδήποτε ανάλυση στηρίζεται σε δημοσιογραφικές μαρτυρίες και όχι σε επιστημονικά και κλινικά δεδομένα. Οι ερωτήσεις θα πρέπει να παραμείνουν ερωτήσεις και καμία τεκμηριωμένη απάντηση από ειδικό, μη εμπλεκόμενο επίσημα στην υπόθεση, δεν μπορεί να δοθεί, ακόμα και αν η παγίδα του εντυπωσιασμού, του λαϊκού δικαστηρίου και της ικανοποίησης του κοινού αισθήματος κάποιες φορές μπορεί να παρασύρει.

Η μόνη απάντηση που θα μπορούσε και θα πρέπει να ακουστεί από επιστημονικά χείλη τούτη την ώρα είναι η πρόληψη. Η πρόληψη για την φροντίδα της εύθραυστης περιγεννητικής ψυχικής υγείας της γυναίκας. Την περίθαλψη, την υποχρεωτική ψυχιατρική αξιολόγηση και παρακολούθηση της νέας μητέρας, με αυστηρή στελέχωση ειδικά εκπαιδευμένων ψυχολόγων και ψυχιάτρων σε όλες της μαιευτικές κλινικές. Όχι μόνο για την προστασία της νέας μητέρας, αλλά και του βρέφους. Και το ένα δεν είναι, δυστυχώς πάντα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο.

Η τρομακτική επικαιρότητα, αβυσσαλέα και ασταμάτητη, κλονίζει και την πιο βαθιά και αρχαϊκή μας πεποίθηση, αυτή της αυτονόητης , ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης. Χάνουμε τη πυξίδα μας, ανερμάτιστοι ναυαγοί που δε ξέρουμε από που ήρθαμε και που πηγαίνουμε , ακριβώς γιατί αυτό το πρώτο γονεϊκό βλέμμα, η μητρική αγάπη, είναι αυτή που καθορίζει το βλέμμα στον εαυτό, την πίστη σε μας και τελικά την ύπαρξη μας ολάκερη. Αν δε σ έχει αγαπήσει ούτε η ίδια σου η μητέρα, ποιος θα καταφέρει, να σε πείσει για το αντίθετο? Πείθοντας σε ότι, τελικά, αξίζεις να αγαπάς και ν αγαπιέσαι?