«Έχω χάσει τις μέρες.. τι μέρα έχουμε;» Tον βλέπω από την άλλη πλευρά της οθόνης, ξυρισμένο αλλά και όχι, ντυμένο με ρούχα δουλειάς αλλά και όχι, κουρασμένο αλλά και όχι.
«Δουλεύω μέσω υπολογιστή αλλά και δεν δουλεύω.. κάθομαι αλλά και δεν κάθομαι. Δεν έχω όρεξη να δουλέψω και όταν δε δουλεύω νιώθω ενοχές. Που θα πάει όλο αυτό;»
Αυτή την ερώτηση την ακούω ξανά και ξανά: «Που θα πάει όλο αυτό;»
Πόσο αντέχουμε να μην γνωρίζουμε την απάντηση; Πόσο αντέχουμε να μην χτίζουμε για το αύριο, να μην αναπολούμε το χτες και να περιοριζόμαστε στο σήμερα; Λες και το σήμερα πάντα ήταν πιο μικρό από το χτες και -φευ- τόσο δα μικρό μπροστά στο αύριο.
Ποτέ το «σήμερα», ποτέ το «τώρα» δεν έχει πάρει ξανά τόση αξία. Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο δώρο αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης που ζούμε. Να βγάλουμε το «τώρα» από την παρένθεση και να το ζήσουμε. Σήμερα.
Γιατί αύριο -πλέον- κανείς δεν ξέρει. Γιατί αύριο -έτσι κ αλλιώς- ποτέ κανείς δεν ήξερε.
Πως; Πάντα διψούσαμε για γρήγορες λύσεις, συμβουλές, κατευθύνσεις και «5 εύκολα βήματα». Δε θα σου τα δώσω. Γιατί ίσως να είναι πιο απλά ή πολύ πιο σύνθετα. Γιατί ποτέ τα ουσιαστικά δεν έχουν τόση αξία όσο σήμερα.
Γιατί τα χτεσινά «αυτονόητα» έγιναν τα σημερινά «πολύτιμα». Και ίσως ήρθε ο καιρός -επιτέλους- να τα εκτιμήσεις.
Εκτίμησε τα ζευγάρια που όταν έξω ο ήλιος λάμπει, δεν κλείνουν τα παιδιά μέσα σε ανθυγιεινά εμπορικά κέντρα. Που δεν στρουθοκαμηλίζουν ότι περάσανε μαζί τον χρόνο τους, μη θέλοντας να παραδεχτούν ότι βαριούνται ο ένας τον άλλο κ ακόμα πιο πολύ τον εαυτό τους.
Εκτίμησε αυτόν που δεν βιάζεται να βάλει τεμπέλες και να καταδικάσει. Που δεν θα κορνάρει βρίζοντας τον μπροστινό που αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι, που δεν βιάζεται να πει τρελό τον άνθρωπο που μιλάει μόνος του, που δεν χαρακτηρίζει άγριο και επικίνδυνο τον αλλοδαπό που βρέθηκε μόνος σε μια αφιλόξενη χώρα. Εκείνον που δεν χρειάζεται να του συμβεί για να καταλάβει, εκείνον που επιτρέπει στον άλλο να κάνει λάθος, όχι γιατί «όλοι κάνουμε», αλλά γιατί κάποιες φορές μπορεί αυτό το λάθος να φαντάζει ως η μόνη επιλογή.
Εκτίμησε τους συντρόφους που θέλουν να καταλάβουν τον άλλον. Για ποιον λόγο θυμώνει, για ποιον λόγο γκρινιάζει, για ποιον λόγο σιωπά, και όχι απλά να υπομένουν μέχρι αυτό να σταματήσει. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι εκεί ακριβώς τελειώνει ο έρωτας, όταν πας να αντέξεις και όχι να καταλάβεις.
Εκτίμησε εκείνον που στη φροντίδα βάζει τρυφερότητα. Που θα ρωτήσει «πώς είσαι σήμερα» και θα περιμένει ν’ ακούσει την απάντηση. Που δεν εκτελεί διεκπεραιωτικά.
Εκτίμησε τη δημιουργικότητα της μητέρας που σκέφτεται «τι να τους φτιάξω σήμερα;» και θέλει αυτό που θα φτιάξει να ναι υγιεινό αλλά και νόστιμο. Εκτίμησε το σύντροφο που ξέρει να είναι ερωτικός ακόμα και στην ασχήμια της αρρώστιας. Γιατί φροντίδα χωρίς τρυφερότητα είναι φυλακή.
Εκτίμησε τους ανθρώπους με τις άσπρες μπλούζες που σώζουν σώματα και ψυχές με την ίδια ταπεινότητα που ο κηπουρός θα φροντίσει τον άρρωστο σπόρο.
Εκτίμησε μια απλή βόλτα στο σκοτάδι, κρατώντας ζεστή την παλάμη του στα χέρια σου, χωρίς να χρειάζεσαι την τυποποιημένη, φτιασιδωμένη, εύκολη εικόνα μέσα σ’ ένα μπαρ με αλκοόλ, μακιγιάζ και πολύκοσμη μοναξιά.
Εκτίμησε τον καινούργιο συνάδελφο που θα χαμογελάσει και δεν θα φοβηθεί αν κινδυνεύει με την παρουσία σου. Που δε θα πέσει στην παγίδα να κατηγορήσει, γιατί του είναι πιο εύκολο να υποβιβάσει, από το να γίνει ο ίδιος καλύτερος.
Εκτίμησε τη συνέπεια. Εκείνον που θα πει «θέλω» όταν θέλει, «σ’ αγαπώ» όταν αγαπάει και «είμαι εδώ» όταν είναι όντως εκεί. Εκτίμησε εκείνον που ξέρει να εκτιμάει. Εκείνον που σέβεται. Γιατί σεβασμός χωρίς συνέπεια δε νοείται. Συνέπεια σ’ αυτό που λες, σ’ αυτό που κάνεις σ΄αυτό που είσαι.
Εκτίμησε εκείνον που φεύγει οριστικά. Εκείνον που σέβεται τον πόνο που προκαλεί, και δεν πηγαινοέρχεται, με «δεν ξέρω», «ίσως» και «μπορεί». Που δεν «παρασύρεται σε στιγμές αδυναμίας», δεν πατάει συναισθήματα για να ταΐσει έναν αχόρταγο ναρκισσισμό, αφήνοντας ενδεχόμενα ανοιχτά να μπάζουν ψεύτικες ελπίδες.
Εκτίμησε εκείνον που πονάει με αξιοπρέπεια. Χωρίς να ζητάει τον οίκτο, να ζητιανεύει προσοχή και να καλλιεργεί ενοχές. Γιατί η ποιότητα φαίνεται στον πόνο και στο αντίο.
Εκτίμησε εκείνον που δεν θυσιάζεται. Εκείνον που δεν ψάχνει ένοχο για αυτό που ζει ή δε ζει, ή γι αυτό που δεν έζησε. Που αναλαμβάνει την ευθύνη να είναι ελεύθερος μέσα από τη δέσμευση της επιλογής του. Που δεν φορτώνει ενοχές και δεν κυλιέται στην ηδονή της θυματοποίησης ως έρμαιο της μοίρας.
Εκτίμησε το σύντροφο που δεν ενισχύει ανασφάλειες, προσπαθώντας να καλύψει δικές του. Που δεν αφήνει υπονοούμενα για καλύτερες αναλογίες μέσα από χειρουργικά νυστέρια, που δεν υποτιμά για να μη νιώθει απειλή, που δεν ευνουχίζει για να έχει έλεγχο. Εκτίμησε εκείνον που ξέρει να αναδεικνύει και να καμαρώνει αυτό που επέλεξε να έχει δίπλα του. Γιατί είμαστε οι επιλογές μας.
Εκτίμησε αυτόν που δεν θεωρεί τίποτα αυτονόητο. Που δεν θεωρεί αυτονόητο τον άνθρωπο που κοιμάται δίπλα του, επειδή ξέρει ότι κοιμόταν χτες και ανόητα πιστεύει ότι θα κοιμάται και αύριο, που δεν θεωρεί αυτονόητη την καινούργια ζωή που έρχεται στον κόσμο, το νερό που θα πιει και τον φίλο που θα του πει καλημέρα το πρωί.
Εκτίμησε τον εαυτό σου, που δε φοβάται να αναγνωρίσει ότι δυσκολεύεται, που δεν περιμένει να εκτιμηθεί για να εκτιμήσει, αλλά το ανάποδο. Που μέσα στην αγωνία και την αβεβαιότητα σου είσαι αισιόδοξος. Γιατί αισιόδοξος δεν είναι ο ρομαντικός ονειροπόλος που βλέπει τ’ άδεια ποτήρια γεμάτα, και την περιβόητη «θετική πλευρά».
Αισιόδοξος είναι εκείνος που βλέπει τη στάθμη του νερού ακριβώς εκεί που είναι αλλά ορκίζεται ότι θα κάνει ο,τι περνάει από το χέρι του για να γεμίσει το ποτήρι ξανά. Αισιόδοξος είναι εκείνος που η επιθυμία του να ξεδιψάσει είναι τόση που τον ορκίζει να βρει το πιο γάργαρο νερό.
Ξεκίνα.. και είθε η κάθε πηγή που συναντάς να σε ξεδιψάει μονάχα τόσο, όσο για να διψάς περισσότερο για την επόμενη.